-
1 χειρὸς
рукируку [за] руку руке χειρόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χειρὸς
-
2 χειρός
рукуруки χειρὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χειρός
-
3 χειρός
χείρb.fem gen sg -
4 χείρ, χειρός
+ ἡ N 3 367-628-349-370-229=1943 Gn 3,22; 4,11; 5,29; 8,9; 9,2hand, power, control Gn 41,35; rule, dominion 2 Sm 8,3; power (of iron) Jb 5,20; hand, power (of God)Ezr 7,6signpost (monument with pointing hand) Ez 21,24διὰ χειρὸς βασιλέως by the hand of the king, by means of the king (instr.) Ez 30,10 (semit., rendering Hebr. ביד); ἐκ χειρὸς πᾶντων τῶν θηρίων from the hand of all the animals, from all the animals Gn 9,5; ἐν χειρὶ Μωυσῆ by the hand of Moses, by Moses (instr.) Jos 21,2 (semit., rendering Hebr. ביד); ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν next to them Neh 3,4κατὰ χεῖράς σου according to your will Sir 25,26; χεῖρας σιδηρᾶς iron claws (instrument of torture) 4 Mc 8,13; ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα he raised a hand for him, he set up help for him 1 Sm 15,12; παραδίδωμί σε εἰς χεῖρας ὧν μισεῖς I will deliver you into the hands of those whom you hate Ez 23,28; ἐν ταῖς χερσίν σου in your hands (indicating power) Gn 16,6; οὐκ ἐν ἀληθείᾳ χειρός not in truth of hand 1 Chr 12,18; παραδώσει αὐτὸν εἰς χεῖρας πτώσεως αὐτοῦ she will give him over to his own ruin Sir 4,19; ἀνὰ χεῖρα αὐτοῦ παρῆγον they passed by him (semit., rendering MT על־ידו עברים) 2 Sm 15,18*Dt 2,36 εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν in our hands-נו( י) ביד (Sam. Pent.) for MT לפנינו before us; *Jer 2,34 ἐν ταῖς χερσίν σου on your hands-בכפיך for MT בכנפיך on your wings, on your skirts; *Jer 30,3(49,9) χεῖρα αὐτῶν their hand-ם/יד for MT ם/די their need, that which is required by them; *Jer 30,4(49,10) διὰ χεῖρα by the hand, by the arm-זרוע for MT זרעו his offspring; *Ez 21,17 ἐπὶ τὴν χεῖρά σου (clap) your hands ך/יד for MT ירך the thigh; *Hos 11,6 ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ with his hands-ידיו/ב for MT בדיו his parts?;*Ps 57 (58),11 τὰς χεῖρας αὐτοῦ his hands-כפיו for MT פעמיו his feet; *Ps 73(74),3 τὰς χεῖράς σου your hands-כפיך for MT פעמיך your feet; *Jb 33,7 (οὐ)δὲ ἡ χείρ μου and my hand-וכפי for MT ואכפי and my burdenCf. DELCOR 1967b, 230-240; GEHMAN 1951 =1972 100; 1966=1972 105; LE BOULLUEC 1989 44.94-95.112-113.117-118.163-164; LUST 1994, 163; SOLLAMO 1979, 156-221; WEVERS 1993 221.291; →LSJSuppl(2 Sm 8,3; 1 Chr 18,3; Ez 21,24); NIDNTT; TWNT -
5 πρός-χειρος
πρός-χειρος, zur Hand liegend.
-
6 πρός-χειρος [2]
πρός-χειρος, zur Hand liegend.
-
7 πρό-χειρος
πρό-χειρος, vor oder bei der Hand, fertig, bereit; καὶ δὴ πρόχειρα ψάλια δέρκεσϑαι πάρα, Aesch. Prom. 54; οὐ πρόχειρος εἶ κτανεῖν, Soph. El. 1486; πρόχειρον εἴ τί σοι πάρα ξίφος χεροῖν, Phil. 737; übh. was gegenwärtig ist, ἤδη σαφὲς πρόχειρον ἄχϑος δέρκομαι, El. 1105; τῇ φυγῇ πρόχειρος ἦν, bereit zur Flucht, Eur. Herc. F. 161; πρόχειρον φάσγανον, ἔγχος, Hel. 1580 El. 696; u. in Prosa: ἔβαλλον λίϑοις καὶ ἀκοντίοις, ὡς ἕκαστός τι πρόχειρον εὶχε, wie ein Jeder es zur Hand hatte, Thuc. 4, 34; εὐϑὺς ἀντιλαβέσϑαι παντὶ πρόχειρον, Plat. Soph. 251 b; εἰ οὖν σοι πρόχειρον, εἰπέ, Min. 313 b; auch αἱ πρόχειροι ἡδοναί, Phil. 45 a (vgl. Pol. 32, 14, 3); οὓς προχείρους εἶχον μύϑους, Phaed. 61 b; auch adv., προχείρως ἀποκρίνασϑαι, Conv. 204 d, πρόχειρον ἔχειν τι, Xen. Cyr. 8, 5, 9; λόγος, Dem. Lpt. 117; ὃ μέγιστον ἔχω καὶ προχειρότατον πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν, 24, 1, vgl. 76; τοῠτ' ἂν εὕροιτε προχειρότατον, 163; Sp. : εὐφυὴς καὶ πρόχειρος πρός τι, Pol. 5, 86, 7, wie προχειρότατοι πρὸς τὸ κακουργεῖν Luc. Alex. 18; auch ἐν ταῖς ὁμιλίαις εὔχαρις ἦν καὶ πρόχειρος, Pol. 24, 5, 7; u. im eigtl. Sinne, πρόχειρον ἔχειν τὸ δελτάριον, 29, 11, 2; κατὰ μὲν τὸ πρόχειρον setzt S. Emp. pyrrh. 1, 234 dem κατὰ τὴν ἀλήϑειαν gegenüber. – Adv. προχείρως = leichtsinnig; ἐξαμαρτάνειν, Aesch. 1, 22; οὕτω προχείρως ἑαυτὸν δοῠναι, Pol. 5, 7, 2; πιστεύειν, 5, 72, 7; so auch im compar., προχειρότερον τοῠ δέοντος δέχεσϑαι τὴν ἐλπίδα, 1, 91, 5, leichter als recht war. Vgl. noch Arist. Meteor. 2, 9, τοῠτο παντάπασιν ἔοικεν εἰρῆσϑαι προχείρως.
-
8 περί-χειρος
περί-χειρος, = Vorigem; auch τὸ περίχειρον, = τὸ περιχείριον, Pol. 2, 29, 8.
-
9 πολύ-χειρος
πολύ-χειρος, = πολύχειρ; δύναμις, Heraclid. alleg. 25; aber f. l. bei Alcidam. de sophist. p. 678, 13, Bekker πολὺ χείρους.
-
10 εὔ-χειρος
εὔ-χειρος, = εὔχειρ, zw., denn der superlat. εὐχειρότατος ist f. L. für εὐχειρωτότατος, vgl. Lob. Parall. p. 38 u. das folgde Wort.
-
11 δύς-χειρος
δύς-χειρος, nur im superl. δυςχειρότατοι, D. Sic. 5, 34, v. l. für δυςχείρωτοι.
-
12 δεξιό-χειρος
δεξιό-χειρος, v. l. Schol. für δεξιόσειρος.
-
13 οἰκειό-χειρος
οἰκειό-χειρος, = αὐτόχειρος, Sp., vgl. Lob. Phryn. 121. 515.
-
14 ἀπό-χειρος
ἀπό-χειρος ( χείρ), von der Hand weg, unvorbereitet, Pol. 23, 14.
-
15 ὀλβιό-χειρος
ὀλβιό-χειρος, mit glücklichen, beglückenden Händen, Orph. H. 23, 8.
-
16 ἄ-χειρος
ἄ-χειρος (χείρ), ohne Hände. Bei Xen. Cyr. 3, 3, 45 τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα, der Rücken.
-
17 ἑκατόγ-χειρος
ἑκατόγ-χειρος, ὁ, dasselbe, Briareus, Il. 1, 402.
-
18 ἰδιό-χειρος
ἰδιό-χειρος, eigenhändig; τὸ ἰδιόχειρον, Originalhandschrift, Sp.; auch ἰδιοχείρως ὑπογράψαι.
-
19 ἠπιό-χειρος
ἠπιό-χειρος, dasselbe, ὑγεία Orph. H. 22. 84.
-
20 δια χειρός ...
a mans de...
См. также в других словарях:
χειρός — χείρ b. fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιᾶς γὰρ χειρὸς ἀσθενὴς μάχη. — См. Один в поле не воин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τρυφερόχειρ — χειρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει απαλά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μαλακό χειρ] … Dictionary of Greek
χρυσόχειρ — χειρος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί χρυσά δαχτυλίδια και βραχιόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. ῥοδό χειρ] … Dictionary of Greek
παραντίχειρ — χειρος, ἡ, Α το μετά τον αντίχειρα δάκτυλο, ο δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀντίχειρ «το μεγάλο δάκτυλο τού χεριού»] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
Codex Athous Lavrensis — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 044 Name Athous Laurae Sign Ψ Text Gospels, Acts, Pauline epistles, Gene … Wikipedia
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
Codex Ephraemi Rescriptus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 04 Codex Ephraemi Rescriptus, at the Bibliothè … Wikipedia
εργόχειρο — το (AM ἐργόχειρον) 1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα 2. χειρωνακτική εργασία μοναχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι») πρβλ. ιδιό χειρος, πρό χειρος κ.λπ.] … Dictionary of Greek
θρασύχειρος — θρασύχειρος, ὁ (Α) θρασύχειρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρος (< χειρ), πρβλ. εξά χειρος, ιδιό χειρος] … Dictionary of Greek